- περικόβω
- περιέκοψα, περικόπηκα, περικομμένος1. κόβω γύρω γύρω, κουτσουρεύω, ακρωτηριάζω.2. περιορίζω, ελαττώνω, κρατώ, παρακρατώ: Το κράτος περιέκοψε τις αποδοχές για τις μέρες απεργίας των υπαλλήλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.